- παρεδρεύω
- ΝΜΑ [πάρεδρος]είμαι πάρεδρος, ασκώ καθήκοντα παρέδρουμσν.-αρχ.στέκομαι ή κάθομαι δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον ή σε κάτιμσν.παρατηρώ κάτι με μεγάλη προσοχήαρχ.1. είμαι συνεχώς κοντά σε κάποιον2. υπηρετώ, εξυπηρετώ, περιποιούμαι3. κατέχω την τελευταία θέση σε σειρά4. είμαι συμφυής, άρρηκτα δεμένος με κάτι («λαμβάνει... μετουσίαν ἁγιασμοῡ ἐκ τῆς τῷ σώματι παρεδρευούσης χάριτος», Μ. Βασ.)5. (το αρσ. εν ως ουσ.) ὁ παρεδρεύων(ενν. δαίμων) ο ευεργετικός δαίμονας που προστατεύει το σπίτι6. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παρεδρεύοντεςα) αυτοί που περιποιούνται ασθενείς, οι νοσοκόμοιβ) εκείνοι που επέβλεπαν τους υδατοφράκτες στην Αίγυπτο7. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ παρεδρεύουσα(ενν. συλλαβή) η παραλήγουσα8. φρ. «ὁ παρεδρεύων χρόνος» — ο χρόνος, η ποσότητα τής παραλήγουσας.
Dictionary of Greek. 2013.